προσατενίζω

προσατενίζω
Α
βλέπω ατενώς προς κάτι («τῇ τοῡ Παύλου εἰκόνι προσατενίσας», Ιωάνν. Χρυσ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αντικοττώ — ( άω και έω) (Μ ἀντικοττῶ) εναντιώνομαι, ανθίσταμαι νεοελλ. 1. προσατενίζω, αντικρύζω, αντιμετωπίζω 2. ακτινοβολώ 3. αντηχώ 4. ερεθίζω 5. κατηγορώ μσν. συναγωνίζομαι μ επιτυχία …   Dictionary of Greek

  • εντρανίζω — ἐντρανίζω και (ἀ)ντρανίζω και ἐνδρανίζω και ἐνδραντρανίζω (Μ) 1. βλέπω επίμονα και σταθερά, προσατενίζω, περιεργάζομαι («νὰ εἶδεν, νὰ ἐνετράνιζεν τὸ ἐξαιρημένον κάλλος») 2. κοιτάζω, βλέπω, αντικρίζω 3. (αμτβ.) στρέφω το βλέμμα 4. κοιτάζω ερωτικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”